- μοραβίτης
- ο кремневая минеральная соль (минерал)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μοραβίτης — ο (Μ Μοραβίτης) [Μοραβία] ο κάτοικος της Μοραβίας … Dictionary of Greek
μοραβίτης — ο (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό που ανήκει στην ομάδα τών λεπτοχωριτών … Dictionary of Greek
μοραβιτικός — μοραβιτικός, ή, όν (Μ) [Μοραβίτης] αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Μοραβία … Dictionary of Greek