μοραβίτης

μοραβίτης
ο кремневая минеральная соль (минерал)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μοραβίτης" в других словарях:

  • Μοραβίτης — ο (Μ Μοραβίτης) [Μοραβία] ο κάτοικος της Μοραβίας …   Dictionary of Greek

  • μοραβίτης — ο (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό που ανήκει στην ομάδα τών λεπτοχωριτών …   Dictionary of Greek

  • μοραβιτικός — μοραβιτικός, ή, όν (Μ) [Μοραβίτης] αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Μοραβία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»